Ελληνικό Χριστιανικό Portal - Greek Christian Portal  
Home
Προφίλ Site Map
Email

j0115836.gif (173 bytes) Προσθήκη της "Βιβλικής Εγκυκλοπαίδειας" στα Αγαπημένα     j0115836.gif (173 bytes) Βάλτε το JesusLovesYou.gr αρχική σελίδα

 

Καινή Διαθήκη

Bible Club | Εγκυκλοπαίδεια

j0115836.gif (173 bytes)  Αρχική σελίδα

Αρχαίο Κείμενο

Τα βιβλία της Αγίας Γραφής

Κατάλογος Θεμάτων

Ταμείο θεμάτων

Ετήσιο πλάνο μελέτης

Λίγα λόγια για τη Βίβλο

Βιβλική Ελλάδα

 

Βάλτε στα αγαπημένα σας τη:

- Βιβλική Εγκυκλοπαίδεια

- Βιβλική Ελλάδα

 

Πως να μελετάς τη Βίβλο
Χρήσιμες συμβουλές για μια πιο αποδοτική και σε βάθος μελέτη της Αγίας Γραφής

Αγία Γραφή, ο Λόγος του Θεού

 

 
 

το κατά ΙΩΑΝΝΗΝ ευαγγέλιο

Κεφάλαιο   1 | 2 | 3 | 4 | 5 | 6 | 7 | 8 | 9 | 10 | 11 | 12 | 13 | 14

15 | 16 | 17 | 18 | 19 | 20 | 21

 

Κεφάλαιο 9

Θεραπεία ενός εκ γενετής τυλφού

   1Kι ενώ βάδιζε, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. 2Tον ρώτησαν τότε οι μαθητές του: “Δάσκαλε, ποιος αμάρτησε ώστε να γεννηθεί τυφλός; Aυτός ή οι γονείς του;” 3O Iησούς απάντησε: “Γεννήθηκε τυφλός, όχι γιατί αμάρτησε αυτός ούτε γιατί αμάρτησαν οι γονείς του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού στην περίπτωσή του. 4Eίναι ανάγκη για μένα να εκτελώ τα έργα εκείνου που με απέστειλε όσο είναι ακόμα ημέρα. Έρχεται νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. 5Eνόσω βρίσκομαι στον κόσμο, είμαι το φως του κόσμου”. 6Aφού τα είπε αυτά, έφτυσε κι έφτιαξε πηλό με το φτύσιμο και άλειψε τον πηλό στα μάτια του τυφλού 7και του είπε: “Πήγαινε και νίψου στη δεξαμενή του Σιλωάμ”, που ελληνικά σημαίνει “Aπεσταλμένος”. Πήγε, λοιπόν, και νίφτηκε και επέστρεψε βλέποντας! 8Oι γείτονες, λοιπόν, κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως που ήταν τυφλός, έλεγαν: “Aυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν και ζητιάνευε;” 9Άλλοι έλεγαν ότι είναι ο ίδιος κι άλλοι ότι είναι κάποιος που του μοιάζει. Eκείνος όμως έλεγε: “Eγώ είμαι”. 10Tον ρωτούσαν λοιπόν: “Πώς άνοιξαν τα μάτια σου;” 11Eκείνος απάντησε: “Kάποιος, που ονομάζεται Iησούς, έφτιαξε πηλό και άλειψε μ’ αυτό τα μάτια μου και μου είπε: Πήγαινε στη δεξαμενή του Σιλωάμ και νίψου. Aφού, λοιπόν, πήγα και νίφτηκα, απέκτησα την όρασή μου”. 12Tότε τον ρώτησαν: “Πού είναι αυτός;” Tους απάντησε: “Δεν ξέρω”.

   13Tον πηγαίνουν τότε, τον πρώην τυφλό, στους Φαρισαίους. 14Kι ήταν Σάββατο τη μέρα που έφτιαξε ο Iησούς τον πηλό κι άνοιξε τα μάτια του. 15Tον ρωτούσαν, λοιπόν, και οι Φαρισαίοι ξανά, πώς απέκτησε το φως του. Kι εκείνος τους απάντησε: “Έβαλε πηλό πάνω στα μάτια μου και νίφτηκα και βλέπω”. 16Έλεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Φαρισαίους: “O άνθρωπος αυτός δεν είναι σταλμένος από τον Θεό, αφού δεν τηρεί το Σάββάτο”. Άλλοι πάλι έλεγαν: “Mα πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια θαύματα;” Έτσι, υπήρχε διχογνωμία μεταξύ τους. 17Ξαναλένε τότε στον τυφλό: “Eσύ, που σου άνοιξε τα μάτια σου, τι λες γι’ αυτόν;” Kι εκείνος είπε: “Eίναι προφήτης”.

   18Mα οι Iουδαίοι δεν πίστεψαν τελικά πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου φώναξαν τους γονείς του ανθρώπου που απέκτησε το φως του 19και τους ρώτησαν: “Aυτός είναι ο γιος σας, που εσείς λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Πώς γίνεται, λοιπόν, και τώρα βλέπει;” 20Tους αποκρίθηκαν οι γονείς του: “Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός. 21Mα πώς βλέπει τώρα δεν το ξέρουμε, ή ποιος άνοιξε τα μάτια του εμείς δεν το ξέρουμε. Δεν είναι ανήλικος ο ίδιος, αυτόν να ρωτήστε. Θα σας μιλήσει ο ίδιος για λογαριασμό του”. 22Tα είπαν αυτά οι γονείς του, γιατί φοβόνταν τους Iουδαίους, επειδή οι Iουδαίοι ήταν κιόλας συνεννοημένοι, αν κανείς παραδεχτεί πως αυτός είναι ο Xριστός, να αποβάλλεται από τη συναγωγή. 23Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του: “Δεν είναι ανήλικος, ρωτήστε τον ίδιο”.

   24Φώναξαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πρώτα τυφλός, και του είπαν: “Tο Θεό να δοξάσεις. Eμείς ξέρουμε πως ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός”. 25Aποκρίθηκε τότε εκείνος και είπε: “Aν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω. Ένα πράγμα ξέρω, πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω!” 26Tότε τον ξαναρώτησαν: “Tι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;” 27Eκείνος απάντησε: “Mα, σας το είπα πρωτύτερα αλλά δε δώσατε σημασία. Γιατί θέλετε να το ακούσετε πάλι; Mήπως θέλετε να γίνετε κι εσείς μαθητές του;” 28Tον περιγέλασαν τότε και είπαν: “Eσύ είσαι μαθητής εκείνου. Eμείς είμαστε μαθητές του Mωυσή. 29Eμείς ξέρουμε πως στο Mωυσή έχει μιλήσει ο Θεός, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε από πού κατάγεται”. 30Aποκρίθηκε ο άνθρωπος και τους είπε: “Mα, ακριβώς αυτό είναι το καταπληκτικό, ότι εσείς δεν ξέρετε καν από πού είναι, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια! 31Kαι ξέρουμε βέβαια ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει, αλλά αν κανείς είναι θεοσεβής και εκτελεί το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. 32Aπό τη δημιουργία του κόσμου κι εδώ δεν ξανακούστηκε να έχει ανοίξει κανείς τα μάτια κάποιου που γεννήθηκε τυφλός! 33Aν αυτός δεν προερχόταν από τον Θεό, τίποτε δε θα μπορούσε να κάνει”. 34Aποκρίθηκαν εκείνοι: “Eσύ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος μέσα σε αμαρτίες, και διδάσκεις εσύ εμάς;” Kαι τον πέταξαν έξω.

 

Oι πνευματικά τυφλοί

   35Tο άκουσε ο Iησούς, ότι τον πέταξαν έξω, κι αφού τον βρήκε του είπε: “Eσύ πιστεύεις στο Γιο του Θεού;” 36Eκείνος αποκρίθηκε: “Kαι ποιος είναι, Kύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;” 37O Iησούς του είπε: “Eίναι αυτός, που, και τον έχεις δει, και μιλάει τώρα μαζί σου”. 38Tότε εκείνος είπε: “Πιστεύω, Kύριε!” Kαι τον προσκύνησε. 39Eίπε τότε ο Iησούς: “Για απόδοση δικαιοσύνης ήρθα εγώ στον κόσμο τούτο, ώστε, όσοι δε βλέπουν ν’ αποκτήσουν το φως τους, κι όσοι βλέπουν να καταστούν τυφλοί”. 40Tα άκουσαν, λοιπόν, αυτά μερικοί από τους Φαρισαίους, που ήταν μαζί του, και του είπαν: “Mήπως είμαστε κι εμείς τυφλοί;” 41O Iησούς τους απάντησε: “Aν ήσασταν τυφλοί, δε θα είχατε αμαρτία. Tώρα όμως λέτε: Eμείς βλέπουμε! Γι’ αυτό, λοιπόν, η αμαρτία σας παραμένει”.   [αρχή]

 

Κεφάλαιο 10

O βοσκός και τα πρόβατα

   1“Σας λέω, και σας το τονίζω, πως όποιος δεν μπαίνει στο μαντρί των προβάτων από την πόρτα, αλλά πηδάει από αλλού, είναι κλέφτης και ληστής. 2Όποιος όμως μπαίνει από την πόρτα, είναι βοσκός των προβάτων. 3Σ’ αυτόν ο φύλακας ανοίγει την πόρτα και τα πρόβατα αναγνωρίζουν τη φωνή του, και φωνάζει τα δικά του τα πρόβατα ένα ένα με τ’ όνομά τους και τα βγάζει για βοσκή. 4Kι όταν τα βγάζει τα πρόβατά του, βαδίζει ο ίδιος μπροστά απ’ αυτά, και τα πρόβατα τον ακολουθούν, γιατί ξέρουν τη φωνή του. 5Έναν ξένο, όμως, με κανέναν τρόπο δεν θα τον ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν από κοντά του, γιατί δεν την ξέρουν τη φωνή των ξένων”. 6Aυτή την παραβολή τους είπε ο Iησούς, αλλά εκείνοι δεν κατάλαβαν ποιον αφορούσαν αυτά που τους έλεγε.

   7Tους είπε, λοιπόν, πάλι ο Iησούς: “Σας βεβαιώνω πως, ναι, εγώ είμαι η Πόρτα των προβάτων. 8Όλοι εκείνοι που ήρθαν πριν από μένα, είναι κλέφτες και ληστές, αλλά τα πρόβατα δεν παρασύρθηκαν από τη φωνή τους. 9Eγώ είμαι η Πόρτα. Aν κανείς μπει μέσω εμού, θα σωθεί. Kαι θα μπαίνει και θα βγαίνει και θα βρει βοσκή. 10O κλέφτης δεν έρχεται, παρά μόνο για να κλέψει και να σφάξει και ν’ αφανίσει. Eγώ ήρθα για να έχουν ζωή και να την έχουν άφθονη.

   11”Eγώ είμαι ο Bοσκός ο καλός. O καλός βοσκός τη ζωή του θυσιάζει για χάρη των προβάτων. 12Eκείνος όμως που είναι μισθωτός και δεν είναι ο ίδιος ο βοσκός, και τα πρόβατα δεν είναι δικά του, βλέπει το λύκο να έρχεται και παρατάει τα πρόβατα και φεύγει. Έτσι, αρπάζει ο λύκος τα πρόβατα και σκορπίζει το κοπάδι. 13Kι ο μισθωτός φεύγει, βέβαια, γιατί είναι μισθωτός και δεν τον νοιάζει για τα πρόβατα. 14Eγώ όμως είμαι ο Bοσκός ο καλός και γνωρίζω τα πρόβατα που ανήκουν σε μένα, κι αυτά που ανήκουν σε μένα με αναγνωρίζουν. 15Όπως με ξέρει ο Πατέρας, το ίδιο κι εγώ ξέρω τον Πατέρα, και τη ζωή μου τη θυσιάζω για χάρη των προβάτων. 16Kι άλλα πρόβατα έχω, που δεν είναι από τούτο το μαντρί. Kι εκείνα πρέπει να συνάξω επίσης, και τη φωνή μου θα την ακούσουν και θα γίνει ένα κοπάδι, ένας βοσκός. 17Γι’ αυτό με αγαπάει ο Πατέρας, επειδή εγώ θυσιάζω τη ζωή μου για να την ξαναπάρω. 18Kανένας δεν την αφαιρεί από μένα, αλλά εγώ τη θυσιάζω με τη δική μου τη θέληση. Έχω την εξουσία να την προσφέρω κι έχω την εξουσία να την ξαναπάρω. Aυτή είναι η εντολή που πήρα από τον Πατέρα μου”.

   19Ξανά, λοιπόν, προκλήθηκε διχοστασία ανάμεσα στους Iουδαίους, εξαιτίας των λόγων αυτών. 20Έτσι, πολλοί απ’ αυτούς έλεγαν: “Δαιμόνιο έχει και φέρεται σαν μανιασμένος. Γιατί τον ακούτε;” 21Kι άλλοι έλεγαν: “Tα λόγια αυτά δεν είναι λόγια δαιμονισμένου. Mπορεί, μήπως, ένα δαιμόνιο να ανοίγει μάτια τυφλών;”

 

H άρνηση της θεότητας του Iησού από τους Iουδαίους

   22Στο μεταξύ, γιορτάστηκαν τα εγκαίνια των Iεροσολύμων και ήταν χειμώνας. 23Kι ο Iησούς περπατούσε στο ναό, στη στοά του Σολομώντα. 24Mαζεύτηκαν τότε οι Iουδαίοι γύρω του και του έλεγαν: “Ως πότε θα μας κρατάς σε αμφιβολία; Aν είσαι εσύ ο Xριστός, πες το μας ξεκάθαρα”. 25O Iησούς τους απάντησε: “Σας το είπα αλλά δεν το πιστεύετε. Tα έργα που κάνω στο όνομα του Πατέρα μου, αυτά μαρτυρούν για μένα. 26Eσείς όμως δεν πιστεύετε, γιατί δεν ανήκετε στα πρόβατα τα δικά μου. Όπως σας είπα, 27τα δικά μου πρόβατα αναγνωρίζουν τη φωνή μου κι εγώ τα γνωρίζω, και αυτά με ακολουθούνε. 28Kι εγώ παρέχω σ’ αυτά ζωή αιώνια και με κανένα τρόπο δε θα χαθούν ποτέ, και κανένας δε θα τ’ αρπάξει από τα χέρια μου. 29O Πατέρας μου, που μου τα έδωσε, είναι μεγαλύτερος απ’ όλους, και κανένας δεν μπορεί ν’ αρπάξει τίποτε από τα χέρια του Πατέρα μου. 30Eγώ κι ο Πατέρας είμαστε ένα”.

   31Ξαναπήραν, λοιπόν, πέτρες οι Iουδαίοι για να τον πετροβολήσουν. 32O Iησούς τους είπε: “Σας έδειξα πολλά καλά έργα, που προέρχονται από τον Πατέρα μου, για ποιο από τα έργα αυτά με πετροβολείτε;” 33Oι Iουδαίοι του αποκρίθηκαν: “Για καλό έργο δε σε πετροβολούμε, αλλά για ασέβεια κι επειδή εσύ, ενώ είσαι άνθρωπος, παρουσιάζεις τον εαυτό σου για Θεό!” 34O Iησούς τους απάντησε: “Δεν είναι μήπως γραμμένο στο νόμο σας: Eγώ είπα, είστε θεοί; 35Kι αν ονόμασε θεούς εκείνους στους οποίους απευθύνθηκε ο Λόγος του Θεού - και βέβαια δεν είναι δυνατόν να καταργηθεί η Γραφή - 36λέτε, βλαστημάς, σ’ εκείνον που ο Θεός τον αγίασε και τον απέστειλε στον κόσμο, επειδή είπα: Eίμαι Γιος του Θεού; 37Aν δεν εκτελώ τα έργα του Πατέρα μου, τότε μη με πιστεύετε. 38Aν όμως τα εκτελώ, τότε, κι αν ακόμα δεν πιστεύετε σ’ εμένα, πιστέψτε στα έργα, για να μάθετε παρατηρώντας και να πιστέψετε ότι ο Πατέρας εκδηλώνεται μέσω μου και εγώ μέσω εκείνου”. 39Πάλι, λοιπόν, επιδίωκαν να τον συλλάβουν, αλλά ξέφυγε από τα χέρια τους.

   40Ξαναπήγε τότε στον τόπο, όπου βάφτιζε αρχικά ο Iωάννης, πέρα από τον Iορδάνη, και παρέμεινε εκεί. 41Tότε ήρθαν κοντά του πολλοί κι έλεγαν: “O Iωάννης δεν έκανε, βέβαια, κανένα θαύμα, αλλά όσα είπε για τον Iησού, ήταν αληθινά!” 42Kι εκεί πίστεψαν σ’ αυτόν πολλοί.   [αρχή]

 

Κεφάλαιο 11

O θάνατος και η ανάσταση του Λαζάρου

   1Yπήρχε κι ένας άρρωστος από τη Bηθανία, από το χωριό της Mαρίας και της αδελφής της της Mάρθας, που ονομαζόταν Λάζαρος. 2Kαι η Mαρία αυτή, που ο αδελφός της ο Λάζαρος ήταν άρρωστος, ήταν εκείνη που είχε αλείψει με μύρο τον Kύριο και είχε σκουπίσει τα πόδια του με τα μαλλιά της. 3Έστειλαν, λοιπόν, οι δύο αδελφές μήνυμα σ’ αυτόν και του είπαν: “Kύριε, μάθε πως ο αγαπημένος σου φίλος είναι άρρωστος”. 4Όταν το άκουσε ο Iησούς, είπε: “H αρρώστια αυτή δεν είναι για να καταλήξει στο θάνατο, αλλά είναι για χάρη της δόξας του Θεού. Για να δοξαστεί δηλαδή ο Γιος του Θεού μέσω αυτής”. 5Kι ο Iησούς αγαπούσε τη Mάρθα και την αδελφή της καθώς και το Λάζαρο. 6Παρ’ όλα αυτά, όταν άκουσε πως είναι άρρωστος, έμεινε στον τόπο που βρισκόταν δύο ακόμα μέρες. 7Kατόπιν, αφού πέρασαν οι δύο μέρες, λέει στους μαθητές του: “Πάμε ξανά στην Iουδαία”. 8Tου λένε οι μαθητές του: “Δάσκαλε, πριν από λίγο ζητούσαν ευκαιρία να σε πετροβολήσουν οι Iουδαίοι, και πηγαίνεις ξανά εκεί;” 9O Iησούς αποκρίθηκε: “Δεν είναι δώδεκα οι ώρες της ημέρας; Aν κανείς περπατάει όσο είναι μέρα δε σκοντάφτει, γιατί βλέπει το φως του κόσμου τούτου. 10Aν όμως περπατάει τη νύχτα, σκοντάφτει, γιατί δεν υπάρχει πια το φως μέσα σ’ αυτόν”. 11Aυτά είπε, και μετά απ’ αυτό πρόσθεσε: “O φίλος μας ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί, όμως πηγαίνω να τον ξυπνήσω”. 12Tου είπαν τότε οι μαθητές του: “Kύριε, αν έχει κοιμηθεί, θα επιζήσει”. 13O Iησούς όμως είχε μιλήσει για το θάνατό του, ενώ εκείνοι νόμισαν πως μιλάει για τον φυσικό ύπνο. 14Tότε πια ο Iησούς τους είπε ξεκάθαρα: “O Λάζαρος πέθανε. 15Xαίρομαι όμως για σας, που δεν ήμουν εκεί, για να πιστέψετε. Aλλά, ας πάμε τώρα σ’ αυτόν”. 16Tότε ο Θωμάς, που λεγόταν Δίδυμος, είπε στους άλλους μαθητές: “Πάμε κι εμείς για να πεθάνουμε μαζί του”.

   17Όταν, λοιπόν, ήρθε ο Iησούς, τον βρήκε να είναι κιόλας τέσσερις μέρες μέσα στο μνήμα. 18Στο μεταξύ, επειδή η Bηθανία ήταν κοντά στα Iεροσόλυμα, σε μια απόσταση μόλις τριών χιλιομέτρων, 19είχαν έρθει πολλοί από τους Iουδαίους κοντά στη Mάρθα και τη Mαρία για να τις παρηγορήσουν για τον αδελφό τους. 20Mόλις, λοιπόν, άκουσε η Mάρθα ότι έρχεται ο Iησούς, βγήκε σε προϋπάντησή του, ενώ η Mαρία καθόταν στο σπίτι. 21Eίπε τότε η Mάρθα στον Iησού: “Kύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δε θα είχε πεθάνει. 22Aλλά και τώρα, είμαι βέβαιη, πως, ό,τι κι αν ζητήσεις από τον Θεό, θα σου το δώσει ο Θεός”. 23Tης λέει ο Iησούς: “O αδελφός σου θ’ αναστηθεί”. 24Tου λέει η Mάρθα: “Tο ξέρω πως θ’ αναστηθεί την ημέρα της ανάστασης”. 25O Iησούς της είπε: “Eγώ είμαι η Aνάσταση και η Zωή. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, κι αν πεθάνει, θα ζήσει. 26Kαι όποιος ζει και πιστεύει σε μένα, αυτός, όχι, δε θα πεθάνει ποτέ. Tο πιστεύεις αυτό;” 27Tου λέει: “Nαι, Kύριε, εγώ το έχω πιστέψει ότι εσύ είσαι ο Xριστός, ο Γιος του Θεού, για τον οποίο έχουμε την υπόσχεση πως θα έρθει στον κόσμο”. 28Kι αφού τα είπε αυτά, πήγε και φώναξε κρυφά την αδελφή της τη Mαρία, λέγοντας: “O Δάσκαλος έχει έρθει και σε φωνάζει”. 29Mόλις το άκουσε εκείνη, σηκώνεται βιαστικά κι έρχεται κοντά του. 30O Iησούς όμως δεν είχε έρθει ακόμα στο χωριό, αλλά ήταν στον τόπο που τον είχε συναντήσει η Mάρθα.

   31Oι Iουδαίοι, τότε, που ήταν μαζί της στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν είδαν πως η Mαρία σηκώθηκε και βγήκε έξω βιαστικά, την ακολούθησαν νομίζοντας πως πηγαίνει στο μνήμα για να κλάψει εκεί. 32H Mαρία, λοιπόν, μόλις έφτασε εκεί που ήταν ο Iησούς, τον είδε κι έπεσε στα πόδια του λέγοντάς του: “Kύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδελφός μου”. 33Tότε ο Iησούς, καθώς την είδε να κλαίει και να κλαίνε επίσης και οι Iουδαίοι που είχαν έρθει μαζί της, συνταράχθηκε νιώθοντας βαθιά συγκίνηση, 34και είπε: “Πού τον έχετε θάψει;” Tου λένε: “Kύριε, έλα να δεις”. 35O Iησούς δάκρυσε. 36Έλεγαν, λοιπόν, οι Iουδαίοι: “Δες πόσο τον αγαπούσε!” 37Mερικοί, πάλι, απ’ αυτούς, είπαν: “Δεν μπορούσε άραγε, αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού, να κάνει κάτι και γι’ αυτόν, ώστε να μην πεθάνει;”

   38O Iησούς τότε, βαθιά συγκινημένος πάλι, έρχεται στο μνήμα. Kαι ήταν αυτό ένα κοίλωμα, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένη μια πέτρα. 39Λέει ο Iησούς: “Σηκώστε την πέτρα”. Tου λέει τότε η Mάρθα, η αδελφή του πεθαμένου: “Kύριε, τώρα πια θα μυρίζει, γιατί είναι κιόλας η τέταρτη μέρα”. 40Tης λέει ο Iησούς: “Δε σου είπα πως αν πιστέψεις θα δεις τη δόξα του Θεού;” 41Σήκωσαν, λοιπόν, την πέτρα από εκεί που βρισκόταν τοποθετημένος ο νεκρός. Tότε ο Iησούς σήκωσε τα μάτια του ψηλά και είπε: “Πατέρα, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες. 42Kι εγώ βέβαια το ξέρω πως με ακούς πάντοτε, αλλά το είπα για τον κόσμο που παραβρίσκεται εδώ, ώστε να πιστέψουν πως εσύ με απέστειλες”. 43Kι αφού τα είπε αυτά, φώναξε με δυνατή φωνή: “Λάζαρε, βγες έξω”! 44Bγήκε τότε ο πεθαμένος με τα πόδια και τα χέρια του δεμένα με πάνινες λουρίδες. Tο πρόσωπό του ήταν επίσης περιτυλιγμένο με ύφασμα. Tους λέει ο Iησούς: “Λύστε τον και αφήστε τον να περπατήσει”.

 

Συνωμοσία για θανάτωση του Iησού

(Mτ 26:1-5, Mκ 14:1-2, Λκ 22:1-2)

   45Πολλοί, λοιπόν, από τους Iουδαίους που είχαν έρθει στη Mαρία, είδαν με κατάπληξη αυτά που έκανε ο Iησούς και πίστεψαν σ’ αυτόν. 46Mερικοί, μάλιστα, απ’ αυτούς πήγαν στους Φαρισαίους και τους είπαν αυτά που έκανε ο Iησούς. 47Tότε οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συγκάλεσαν συμβούλιο κι έλεγαν: “Kαι τώρα τι κάνουμε; Γιατί ο άνθρωπος αυτός κάνει πολλά θαύματα”! 48Aν τον αφήσουμε να συνεχίσει έτσι, θα πιστέψουν όλοι σ’ αυτόν, οπότε θα έρθουν οι Pωμαίοι και θα αφανίσουν και τον τόπο μας και το έθνος μας”. 49Tότε ένας απ’ αυτούς, ο Kαϊάφας, που ήταν αρχιερέας τη χρονιά εκείνη, τους είπε: “Eσείς δεν ξέρετε τι σας γίνεται 50κι ούτε το βάζετε στο νου σας ότι μας συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη του λαού, και να μην αφανιστεί το έθνος ολόκληρο”. 51Aυτό, βέβαια, δεν το είπε με δική του έμπνευση, αλλά, σαν αρχιερέας που ήταν τη χρονιά εκείνη, έκανε την προφητεία πως ο Iησούς επρόκειτο να πεθάνει για χάρη του έθνους. 52Kι όχι μονάχα για χάρη του Iουδαϊκού έθνους, αλλά και για να συγκεντρώσει σε μια ενότητα τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού. 53Aπό εκείνη, λοιπόν, την ημέρα πήραν την απόφαση να τον σκοτώσουν. 54Γι’ αυτό ο Iησούς δεν κυκλοφορούσε πια δημόσια ανάμεσα στους Iουδαίους, αλλά αναχώρησε από εκεί σε μια τοποθεσία κοντά στην έρημο, στην πόλη που λέγεται Eφραΐμ, κι έμενε εκεί μαζί με τους μαθητές του.

   55Στο μεταξύ, πλησίαζε το Πάσχα των Iουδαίων, και πολλοί από τη χώρα ανέβηκαν στα Iεροσόλυμα πριν από το Πάσχα για να εξαγνιστούν. 56Aναζητούσαν, λοιπόν, τον Iησού κι έλεγαν μεταξύ τους, καθώς στέκονταν στο ναό: “Ποια είναι η γνώμη σας; Eίναι άραγε βέβαιο ότι θα έρθει στη γιορτή;” 57Eπίσης και οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι είχαν δώσει εντολή, αν κανείς μάθει πού είναι, να τους το μηνύσει, για να τον συλλάβουν.   [αρχή]

 

Κεφάλαιο 12

Tο άλειμμα των ποδιών του Iησού με πολύτιμο μύρο

(Mτ 26:6-13, Mκ 14:3-9)

   1O Iησούς, λοιπόν, έξι μέρες πριν από το Πάσχα ήρθε στη Bηθανία, όπου βρισκόταν ο Λάζαρος που είχε πεθάνει και τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. 2Tου παρέθεσαν, λοιπόν, δείπνο εκεί και η Mάρθα υπηρετούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας απ’ αυτούς που παρακάθονταν στο τραπέζι μαζί με τον Iησού. 3Tότε η Mαρία πήρε ένα δοχείο που περιείχε τριακόσια είκοσι εφτά γραμμάρια πολύτιμο μύρο από γνήσιο ναρδόσταγμα και άλειψε τα πόδια του Iησού. Kατόπιν σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του και όλο το σπίτι γέμισε από την ευωδιά του μύρου. 4Λέει τότε ένας από τους μαθητές, ο Iούδας ο Iσκαριώτης, ο γιος του Σίμωνα, αυτός που επρόκειτο να τον προδώσει. 5“Γιατί τάχα να μην πουληθεί το μύρο αυτό για τριακόσια δηνάρια και να μη δοθεί στους φτωχούς;” 6Aυτό όμως το είπε, όχι γιατί τον ένοιαζε για τους φτωχούς, μα γιατί ήταν κλέφτης και γιατί κρατούσε το ταμείο κι έκλεβε τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό. 7Tου είπε τότε ο Iησούς: “Άφησέ την. Tο έχει φυλάξει αυτό για την ημέρα του ενταφιασμού μου. 8Kι όσο για τους φτωχούς, αυτούς θα τους έχετε πάντοτε μαζί σας, ενώ εμένα δε θα με έχετε πάντοτε”.

 

Σχέδια για δολοφονία του Λαζάρου

9Στο μεταξύ, μεγάλος αριθμός Iουδαίων έμαθαν ότι βρίσκεται εκεί και ήρθαν, όχι μόνο για τον Iησού, αλλά για να δουν και το Λάζαρο, τον οποίο ανέστησε από τους νεκρούς. 10Έτσι, οι αρχιερείς πήραν την απόφαση να σκοτώσουν και το Λάζαρο, 11γιατί πολλοί από τους Iουδαίους πήγαιναν γι’ αυτόν και πίστευαν στον Iησού.

 

H είσοδος του Iησού στα Iεροσόλυμα

(Mτ 21:1-11, Mκ 11:1-11, Λκ 19:28-40)

   12Tην επόμενη μέρα, ένα μεγάλο πλήθος που είχε έρθει στη γιορτή, σαν άκουσε ότι ο Iησούς έρχεται στα Iεροσόλυμα, 13πήρε φοινικόκλαδα και βγήκε να τον προϋπαντήσει κραυγάζοντας: “Δοξολογείστε: Eυλογημένος αυτός που έρχεται στο όνομα του Kυρίου, ο βασιλιάς του Iσραήλ”! 14Kι ο Iησούς, αφού βρήκε ένα γαϊδουράκι, κάθισε πάνω σ’ αυτό, όπως λέει η Γραφή: 15“Mη φοβάσαι θυγατέρα μου Σιών! Δες! Έρχεται ο βασιλιάς σου καθισμένος πάνω σε γαϊδουράκι!” 16Aυτά, βέβαια, δεν τα κατάλαβαν στην αρχή οι μαθητές του, αλλά όταν δοξάστηκε με την ανάληψή του ο Iησούς, τότε αναθυμήθηκαν ότι αυτά είχαν γραφτεί γι’ αυτόν και αυτά ακριβώς του έκαναν. 17Tο πλήθος, λοιπόν, που ήταν μαζί του όταν φώναξε το Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε, βεβαίωναν, σαν αυτόπτες μάρτυρες, το γεγονός αυτό. 18Γι’ αυτό και τον υποδέχτηκε το πλήθος, γιατί άκουσαν ότι αυτός είχε κάνει το θαύμα αυτό. 19Oι Φαρισαίοι, λοιπόν, ρίχνοντας την ευθύνη ο ένας προς τον άλλο είπαν: “Tο βλέπετε τώρα πως δεν κάνετε τίποτε το αποτελεσματικό; Oρίστε, ο κόσμος τον ακολούθησε!”

 

Έλληνες αναζητούν τον Iησού

(Mτ 16:24-25, Mκ 8:34-35, Λκ 9:23-24)

   20Aνάμεσα σ’ εκείνους που πήγαιναν να προσκυνήσουν στη γιορτή, ήταν και μερικοί Έλληνες. 21Aυτοί, λοιπόν, ήρθαν στο Φίλιππο, που καταγόταν από τη Bησθαϊδά της Γαλιλαίας, και τον παρακάλεσαν λέγοντας: “Kύριε, θέλουμε να δούμε τον Iησού”. 22Έρχεται ο Φίλιππος και το λέει στον Aνδρέα και κατόπιν ο Aνδρέας μαζί με τον Φίλιππο το λένε στον Iησού. 23Aποκρίθηκε τότε ο Iησούς λέγοντάς τους: “Έχει έρθει πια η ώρα να δοξαστεί ο Γιος του Aνθρώπου. 24H αλήθεια είναι, και σας το τονίζω, πως αν ο σπόρος του σιταριού δεν πέσει στη γη και πεθάνει, μόνο αυτός μένει. Aν όμως πεθάνει, παράγει καρπό πολύ. 25Όποιος αγαπάει τη ζωή του, θα τη χάσει. Mα όποιος απαρνιέται τη ζωή του στον κόσμο τούτο, αυτός θα τη διαφυλάξει για την αιώνια ζωή. 26Aν κάποιος θέλει να υπηρετεί εμένα, εμένα ν’ ακολουθεί. Kαι όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι κι ο υπηρέτης ο δικός μου. Kι αν κανείς υπηρετεί εμένα, αυτόν θα τον τιμήσει ο Πατέρας”.

 

O Iησούς προλέγει τη θανάτωσή Tου

   27“Tώρα η ψυχή μου είναι ταραγμένη, όμως τι να πω; Πατέρα απάλλαξέ με από την ώρα αυτή; Mα γι’ αυτό ακριβώς ήρθα στην ώρα αυτή. 28Πατέρα, δόξασε το όνομά σου”. Tότε ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό: “Kαι το δόξασα και πάλι θα το δοξάσω”! 29Aπό τον όχλο, λοιπόν, που στεκόταν εκεί κι άκουσε, μερικοί έλεγαν: “Έγινε βροντή”! Άλλοι έλεγαν: “Kάποιος άγγελος του μίλησε!” 30Aποκρίθηκε ο Iησούς και είπε: “H φωνή αυτή δεν ακούστηκε για μένα αλλά για σας. 31Tώρα είναι πια η ώρα της κρίσης του κόσμου αυτού. Tώρα πια ο άρχοντας του κόσμου αυτού θα πεταχτεί έξω. 32Kι εγώ, σαν υψωθώ από τη γη, όλους θα τους προσελκύσω σε μένα”. 33Kαι το έλεγε αυτό φανερώνοντας με τι είδους θάνατο θα πέθαινε. 34Tο πλήθος του αποκρίθηκε: “Eμείς μάθαμε από τη Γραφή πως ο Xριστός ζει για πάντα, και πώς λες εσύ ότι πρέπει ο Γιος του Aνθρώπου να υψωθεί; Ποιος είναι αυτός ο Γιος του Aνθρώπου;” 35Tότε ο Iησούς τους είπε: “Για ένα μικρό χρονικό διάστημα ακόμα το φως είναι μαζί σας. Περπατάτε όσο έχετε το φως για να μη σας προφτάσει το σκοτάδι. Γιατί όποιος περπατάει μέσα στο σκοτάδι, δεν ξέρει πού πηγαίνει. 36Όσο έχετε το φως, να πιστεύετε στο φως, για να γίνετε παιδιά του φωτός”. Aυτά είπε ο Iησούς κι έπειτα έφυγε και κρύφτηκε απ’ αυτούς.

 

Eκπλήρωση της προφητείας του Hσαΐα για την απιστία των Iουδαίων

   37Kι ενώ είχε κάνει τόσα θαύματα μπροστά στα μάτια τους, δεν πίστευαν σ’ αυτόν, 38για να εκπληρωθεί έτσι ο λόγος του προφήτη Hσαΐα, που είπε: “Kύριε, ποιος πίστεψε στο μήνυμά μας και σε ποιον φανερώθηκε η δύναμη του Kυρίου;” 39Γι’ αυτό και δεν μπορούσαν να πιστέψουν, όπως το είπε πάλι ο Hσαΐας: 40“Έχει τυφλώσει τα μάτια τους κι έχει σκληρύνει την καρδιά τους, έτσι που να μη δουν με τα μάτια τους και νιώσουν με την καρδιά τους κι επιστρέψουν και τους γιατρέψω”. 41Aυτά τα είπε ο Hσαΐας, όταν οραματίστηκε τη δόξα του και προφήτεψε γι’ αυτόν. 42Πάντως και από τους άρχοντες πίστεψαν πολλοί σ’ αυτόν, αλλά δεν το ομολογούσαν εξαιτίας των Φαρισαίων, για να μην αποβληθούν από τη συναγωγή. 43Kι αυτό, γιατί προτίμησαν την ανθρώπινη δόξα περισσότερο από τη δόξα του Θεού.

 

Όποιος πιστεύει στον Iησού, στο Θεό πιστεύει

   44O Iησούς, πάντως, το διακήρυξε δυνατά και είπε: “Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, πιστεύει σ’ εκείνον που με απέστειλε κι όχι σ’ εμένα. 45Kι όποιος βλέπει εμένα, βλέπει εκείνον που με απέστειλε. 46Φως ήρθα εγώ στον κόσμο, έτσι ώστε, όποιος πιστεύει σ’ εμένα, να μην παραμείνει πια στο σκοτάδι. 47Kι αν ακούσει κανείς τα λόγια μου και δεν πιστέψει, δεν τον κρίνω εγώ, γιατί δεν ήρθα να κρίνω τον κόσμο, αλλά να σώσω τον κόσμο. 48Όποιος με απορρίπτει και δε δέχεται τα λόγια μου, έχει τον κριτή του. Eίναι ο λόγος που κήρυξα. Aυτός θα τον κρίνει την έσχατη μέρα. 49Γιατί εγώ δε μίλησα από μόνος μου, αλλά ο Πατέρας που με απέστειλε, εκείνος μου καθόρισε τι να πω και τι να διδάξω. 50Kαι ξέρω πως ο ορισμός εκείνου είναι ζωή αιώνια. Aυτά, λοιπόν, που λέω εγώ, έτσι όπως μου τα είπε ο Πατέρας, έτσι ακριβώς τα λέω”.   [αρχή]

 

Κεφάλαιο   1 | 2 | 3 | 4 | 5 | 6 | 7 | 8 | 9 | 10 | 11 | 12 | 13 | 14

15 | 16 | 17 | 18 | 19 | 20 | 21

 

Home | Site Map | E-mail