[1]
 Βασιλιάς του Ιούδα, γιος του βασιλιά Αζαρία ή 
Οζία 
(Ουζζία), και της Ιερουσά, κόρης του Σαδώκ. Διαδέχθηκε τον πατέρα του κατά το 738 
π.Χ., σε ηλικία 25 ετών και βασίλευσε στην Ιερουσαλήμ για 16 χρόνια
          (Β' 
          Χρονικών
          27:1). Βασίλευσε με σοφία και φόβο Θεού όπως και ο 
πατέρας του, ο λαός όμως εξακολούθησε να είναι διεφθαρμένος
          (Β'
          Χρονικών 27:2). Οικοδόμησε την άνω πύλη του Ναού 
του Θεού και συνέχιση τις εργασίες στο τείχος τις οποίες είχε αρχίσει ο πατέρας 
του. Οικοδόμησε επίσης πόλεις στα βόρεια της Ιουδαίας και έφτιαξε πύργους και 
φρούρια στα δάση.
          
Ο Ιωθάμ πολέμησε τους Αμμωνίτες οι οποίοι αρνιούνταν να πληρώσουν τους φόρους 
που πλήρωναν και στον πατέρα του Οζία (Β' Χρονικών 26:8). Μετά από τριετή πόλεμο 
και αφού τους νίκησε τους υποχρέωσε να καταβάλουν 100 αργυρά
τάλαντα, 10.000
κόρους σιταριού και 10.000 
κόρους κριθαριού (Β' Χρονικών 27:2-5). Ο Ιωθάμ απέκτησε μεγάλη δύναμη γιατί 
έκανε στο σωστό απέναντι στο Θεό
          (Β'
          Χρονικών 27:6). Πέθανε στη πόλη Δαβίδ και τάφηκε 
μαζί με τους υπόλοιπους βασιλιάδες (Β' Βασιλέων 15:38, Β' Χρονικών 27:8,9). Τον 
διαδέχθηκε ο γιος του Άχαζ.
    [2]  
 
Ο νεώτερος από τους εβδομήντα γιους του Γεδεών, ο 
οποίος απάγγειλε την πρώτη παραβολή της Αγίας Γραφής (Κριτές 9:7-15). Μετά το 
θάνατο του Γεδεών, ο
Αβιμέλεχ, γιος του 
από παλλακίδα, μάζεψε τους άντρες της Συχέμ για να ανακηρύξει τον εαυτό του 
βασιλιά του Ισραήλ
(Κριτές 9:1-4). 
Για να πετύχει το σκοπό του σκότωσε όλους τους αδερφούς του εκτός τον Ιωθάμ, 
επειδή αυτός κρύφτηκε
(Κριτές 9:5). 
Όταν ο Αβιμέλεχ έγινε βασιλιάς, ο Ιωθάμ είπε την παραβολή του
αγκαθιού και των άλλων φυτών και 
καταράστηκε τον Αβιμέλεχ και τους Συχεμίτες. Κατόπιν κατέφυγε στη Βηρ (Βέερ), 
μακριά από τον Αβιμέλεχ, όπου και πέθανε
(Κριτές 9:21).
        
    [3]  
Ένας από τους γιους Ιαδαΐ, 
από τη φυλή Ιούδα (Α' Χρονικών 2:47).